- ἐξύμνησα
- ἐξυμνέωaor ind act 1st sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξυμνώ — εξύμνησα, εξυμνήθηκα, εξυμνημένος, μτβ., υμνώ κάποιον υπερβολικά, εγκωμιάζω, εκθειάζω, υμνολογώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐξυμνήσας — ἐξυμνήσᾱς , ἐξυμνέω aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξυμνώ — εξυμνώ, εξύμνησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής